Με την ελπίδα να βγει κάτι καλό από την συνθήκη που ζούμε.
Πριν έναν χρόνο “πάγωσε” η ζωή μας όπως την ξέραμε. H ανατροπή αυτή έκανε τους ανθρώπους που προσπαθούσαν ή σχεδίαζαν μια εγκυμοσύνη να αναρωτιούνται ποια θα ήταν η πιο ενδεδειγμένη επιλογή μέσα στο πλαίσιο που βρισκόμασταν και βρισκόταν κάθε ζευγάρι ή κάθε άνθρωπος χωριστά.
Ανακοινώθηκαν από την επιστημονική κοινότητα επίσημες κατευθυντήριες γραμμές και αρκετά ζευγάρια ή μόνες γυναίκες «πάτησαν φρένο» στις προσπάθειες. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να «παγώσουν» τον χρόνο μαζί με το γενετικό τους υλικό (κρυοσυντήρηση ωαρίων) για να μην νιώθουν τόσο έντονα την πίεση του χρόνου και την σχετική αγωνία. Και γενικώς, οι περισσότεροι, ανεξάρτητα από το τι αποφάσισαν, «κράτησαν την αναπνοή τους» μέχρι να διαμορφωθεί το νέο τοπίο που θα τους επέτρεπε να νιώθουν ασφαλείς ώστε να ονειρεύονται και πάλι ένα μωρό ή το μεγάλωμα της οικογένειάς τους.
Με λίγα λόγια, αυτό που συνέβη ήταν μια νέα και μεγάλη ανατροπή μέσα στην αβεβαιότητα που πολλοί ήδη βίωναν στην προσπάθεια να γίνουν γονείς. Δεν σταμάτησαν λοιπόν οι ιατρικές διαδικασίες της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, ούτε και σταμάτησαν να γεννιούνται μωρά. Όμως, ποιο είναι το νέο σκηνικό, ποια είναι η ψυχολογία των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα σε αυτό;
Κατά την περίοδο της πανδημίας, αρκετά ερευνητικά δεδομένα παγκοσμίως αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες φαίνεται να είναι περισσότερο ευάλωτες ψυχολογικά σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.
Κατ’ αρχάς οι γυναίκες επιβαρύνονται επιπλέον από τις τρέχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες: είναι περισσότερες οι πιθανότητες απώλειας εργασίας για τις ίδιες, αν εργάζονται, αλλά και ανεργίας του συντρόφου τους. Οπότε δημιουργούνται σοβαρές οικονομικές δυσκολίες σε φάση αυξημένων οικονομικών υποχρεώσεων. Το ήδη αυξημένο οικονομικό κόστος της Ιατρικά Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής γίνεται ακόμα πιο βαρύ για μια μέση οικογένεια.
Αυξημένες είναι επίσης οι απαιτήσεις στον γονεϊκό ρόλο, όταν υπάρχει ήδη ένα παιδί, που με το κλείσιμο των σχολείων παραμένει στο σπίτι. Έτσι, βρίσκονται περισσότεροι άνθρωποι μέσα στο σπίτι, τους οποίους φροντίζει σε συνήθως η γυναίκα. Και μάλιστα χωρίς δυνατότητα εξωτερικής βοήθειας και συναισθηματικής στήριξης από τον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας και των φίλων, λόγω των περιορισμών. Επιπλέον, συχνά υπάρχει ανάγκη φροντίδας από την ίδια και της πάνω γενιάς, που έμεινε περιορισμένη λόγω της πανδημίας.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο χρειάζεται να σκεφτόμαστε την γυναίκα που είναι ήδη αρκετά δυσκολεμένη από την αναπαραγωγική διαδρομή της. H υπογονιμότητα, που σηματοδοτεί μια μεγάλη κρίση από μόνη της δημιουργώντας έντονη αναστάτωση και ένταση στο οικογενειακό σκηνικό, μοιάζει να έχει τώρα ακόμα μεγαλύτερες συνέπειες στην ψυχολογική ευημερία μια γυναίκας ή ενός ζευγαριού. Εδώ να σημειώσουμε κάτι που από καιρό έχει αποδειχθεί: οι γυναίκες και τα ζευγάρια εγκαταλείπουν τις προσπάθειές τους λόγω της ψυχικής τους εξουθένωσης και όχι εξαιτίας του οικονομικού κόστους μιας θεραπείας. Χρειάζεται να σκύψουμε με ευαισθησία στους προστατευτικούς παράγοντες που θα συμβάλλουν στην ανθεκτικότητά τους καθώς το ψυχικό κόστος είναι τώρα ακόμα μεγαλύτερο και δυστυχώς αυτό μοιάζει να μην αναγνωρίζεται.